- ὀπισώτατος
- ὀπισώτατος, η, ον, [comp] Sup. Adj. from ὀπίσω,A hindmost, Sanimelb. 4308.5(iii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οπισώτατος — ὀπισώτατος, άτη, ον (Α) [οπίσω] αυτός που βρίσκεται πίσω από όλους, έσχατος … Dictionary of Greek
ὀπισώτατος — hindmost masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)